- πρέπῃ
- πρέπωto be clearly seenpres subj mp 2nd sgπρέπωto be clearly seenpres ind mp 2nd sgπρέπωto be clearly seenpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτάξ — ἐπιτάξ (Α) [επιτάσσω] επίρρ. 1. κατά σειρά («ἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [ἀστήρ]», Άρατος) 2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.) 3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο 4. με διαταγή ή προσυμφωνία … Dictionary of Greek
εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek